τσαρλατανιά

τσαρλατανιά
η
(λ. ιταλ.)
1. απάτη, αγυρτεία: Με τσαρλατανιές θέλει να κερδίσει λεφτά.
2. κομπογιανιτισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσαρλατανιά — η, Ν [τσαρλατάνος] 1. απάτη, αγυρτεία 2. κομπογιανιτισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”